λουτήρας

λουτήρας
[-ήρ (-ήρος)] ο ванна

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λουτήρας" в других словарях:

  • λουτήρας — ο (AM λουτήρ, ῆρος) σκεύος ή κτιστό σκαφοειδές κατασκεύασμα στο οποίο πλένεται κάποιος, μπανιέρα («ποίησον λουτῆρα χαλκοῡν καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, ὥστε νίπτεσθαι», ΠΔ) νεοελλ. χημ. μία από τις μορφές τού μορίου τών κυκλοεξανίων μσν. το βαπτιστήριο …   Dictionary of Greek

  • λουτήρας — ο σκεύος κινητό ή χτιστό που χρησιμεύει στο λούσιμο, η μπανιέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λουτῆρας — λουτήρ washing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LOTIO Manuum — apud Hebraeos, anxie ac superstitiose iam inde ab antiquis temporibus, uti diximus, observata est. Hinc Pharisaei et quidam ex Scribis, quum vidislent quosdam ex discipulis Iesu, Marci c. 7. v. 2. pollutis manibus, i. e. illotis edere panem,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ασάμινθος — ἀσάμινθος, η (Α) 1. η λεκάνη για το λούσιμο του σώματος, ο λουτήρας 2. ως επίθ. «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» από κύλικα μεγάλη σαν μπανιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνειο αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική μαζί… …   Dictionary of Greek

  • δροίτη — δροίτη, η (Α) 1. λουτήρας, ξύλινη μπανιέρα, σκάφη 2. κούνια, λίκνο 3. φέρετρο, νεκροθήκη 4. είδος όρχησης …   Dictionary of Greek

  • κάφα — (Kaffa). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (56.634 τ. χλμ.) της νοτιοδυτικής Αιθιοπίας, στα σύνορα με το Σουδάν. Το θερμό κλίμα και η ευφορία του εδάφους ευνοούν την καλλιέργεια των δημητριακών, των λαχανικών, των φρούτων, του βαμβακιού και του καφέ, ο …   Dictionary of Greek

  • λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… …   Dictionary of Greek

  • λαβάβηρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λακανίσκη». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lavabrum «σκάφη, λουτήρας»] …   Dictionary of Greek

  • λουτήριον — λουτήριον, τὸ (AM, Α δωρ. τ. λωτήριον) [λουτήρ] ο λουτήρας μσν. 1. το δοχείο στο οποίο πλένονται τα ποτήρια 2. το βαπτιστήριο αρχ. είδος ποτηριού …   Dictionary of Greek

  • λουτηρίδιον — λουτηρίδιον, τὸ (Α) [λουτήρ] μικρός λουτήρας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»